- αυτουργώ
- (Α αὐτουργῶ, -έω) [αυτουργός]διαπράττω αδίκημα, κυρίως έγκλημα, με τα ίδια μου τα χέριααρχ.1. εργάζομαι με τα ίδια μου τα χέρια, είμαι εργάτης2. εκτελώ, επιτελώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτουργῶ — αὐτουργέω to be an pres subj act 1st sg (attic epic doric) αὐτουργέω to be an pres ind act 1st sg (attic epic doric) αὐτουργός self working masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτουργῷ — αὐτουργός self working masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτούργημα — αὐτούργημα, το (AM) [αυτουργώ] μσν. η κτηματική περιουσία αρχ. η πράξη που έχει γίνει από κάποιον, έργο των ίδιων των χεριών κάποιου … Dictionary of Greek
προσαυτουργώ — έω, Α κάνω κάτι επί πλέον με τα ίδια μου τα χέρια («τοῡ καινόν τι προσαυτουργῆσαι», Θεμίστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὐτουργῶ «κάνω κάτι ιδιοχείρως»] … Dictionary of Greek
συναυτουργώ — έω, Μ συμμετέχω στη διάπραξη εγκληματικής πράξης μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αὐτουργῶ «διαπράττω αδίκημα, κυρίως έγκλημα» (< αὐτουργός)] … Dictionary of Greek